Ballon — Heißluftballon Das Wort Ballon leitet sich her von dem griechischen βάλλω (ballo): werfen. Davon abgeleitet ist das Wort βάλλον (ballon): das Geworfene, also ein Ball. Die Aussprache ist: [baˈlõ, baˈlɔŋ], süddt., österr. und schweiz. [ … Deutsch Wikipedia
LINGUA — a λείχω, s. lingo, non omnibus animalibus uniformis. Plin. l. 11. c. 37. Tenuissima serpentibus et trisulca, vibrans, praelonga: lacertis bifidae et pilosas: vitulis quoque marinis duplex: sed supredictis capillamenti tenuitate: ceteris ad… … Hofmann J. Lexicon universale
περιδέξιος — ον, ΜΑ 1. κατάλληλος, πρόσφορος 2. αυτός που φέρεται γύρω από το δεξί χέρι 3. μτφ. επιδέξιος, έμπειρος 4. φρ. «δένδρον περιδέξιον» ονομασία μυθικού δένδρου στις Ινδίες (Κυράν.) αρχ. 1. αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου και με την ίδια επιδεξιότητα… … Dictionary of Greek
υπόπτερος — η, ο / ὑπόπτερος, ον, ΝΑ νεοελλ. μτφ. αυτός που είναι ελαφρός και ευκίνητος σαν να έχει φτερά αρχ. 1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια, φτερωτός («τὰς ὑποπτέρους βάλλον πελειάς», Σοφ.) 2. παροιμ. φρ. «ὑπόπτερος ὁ πλοῡτος» λέγεται για να δηλώσει… … Dictionary of Greek
χερμάδιον — τὸ, Α 1. μεγάλη πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου, λίθος για βολή (α. «χερμαδίῳ... βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ. β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χερμαδίῳ χειροπληθεῑ λίθῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Η… … Dictionary of Greek